(Ομιλία του Θανάση - Δωδωναίου Δαρδούμπα, κατά την παρουσίαση του τρίτου του δίσκου με δημοτικά άσματα, στην Ελασώνα, στις 16 Οκτωβρίου «2017»)
Αγαπητοί φίλοι,
Το άσμα και ο χορός χάνονται στα βάθη της ελληνικής αρχαιότητας. Αυτό το διαπιστώνουμε από τις παραστάσεις που υπάρχουν σε διάφορα αγγεία και από ιστορικές πηγές. Κύριο ρόλο στην αρχαιότητα είχαν οι διονυσιακοί ρυθμοί, μιας και τα θέατρα, το κρασί, ο ρυθμικός χορός και πολλές, σχεδόν πάρα πολλές γιορτές, ήσαν αφιερωμένες στον Θεό Διόνυσο.
Αυτήν η παράδοση χάθηκε στα χρόνια της Νέας Ρώμης (αυτό που μας μάθανε να αποκαλούμε Βυζάντιο), γύρω στο έτος 500 της μεταχριστιανικής χρονολόγησης. Απαγορεύτηκαν με νόμο τα πανηγύρια των Ελλήνων, έκλεισαν θέατρα, φιλοσοφικές σχολές, πυρπολήθηκαν βιβλία, κ.λπ. Οι περισσότεροι Έλληνες, χωρίς οι ίδιοι να το θέλουν, φόρεσαν τον μανδύα του υποδουλωμένου ραγιά. Ακολούθησαν τα σκοταδιστικά χρόνια της Νέας Ρώμης και της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Στον Έλληνα έμειναν μόνον οι διονυσιακοί ρυθμοί, που αργότερα στολίστηκαν με νέους στίχους, π.χ. αποκριάτικοι χοροί, το λεγόμενο «μπεράτι», και άλλοι.
Ερχόμαστε στα έτη 1800 - 1824, όταν στην Ελλάδα έρχονταν διάφοροι περιηγητές, γιατί διψούσαν να μάθουν κάτι για τους Έλληνες, πριν και μετά την επανάσταση. Την Ελλάδα την εποχή εκείνη την επισκέφτηκε και ο Γάλλος περιηγητής ονόματι Κλωντ-Σαρλ Φωριέλ, ο οποίος έκανε συλλογή δημοτικών ασμάτων. Τα τραγούδια αυτά, μαζί με τις ιστορίες για διάφορους οπλαρχηγούς, όπως για τον Νικοτσάρα, κ.ά., τυπώθηκαν σε δύο τόμους το έτος 1824, στο Παρίσι. Στην συνέχεια, τα βιβλία μεταφράστηκαν στη Γερμανική και Αγγλική γλώσσα και μετά από 130 χρόνια, το έτος 1954, μεταφράστηκαν και στην Ελληνική γλώσσα. Σήμερα κυκλοφορούν αυτοί οι 2 τόμοι, περίπου 400 σελίδες ο καθένας, από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης. Σχεδόν πάνω απ' τα μισά τραγούδια, τα χορεύουμε σήμερα, στα πανηγύρια και αλλού, χωρίς να γνωρίζουμε την ταυτότητά τους.
Σε πολλά από αυτά, οι στίχοι έχουν παραποιηθεί από νεώτερους στιχουργούς, λ.χ. έλεγε ο αυθεντικός στιχουργός: «Βασιλικός μυρίζει εδώ / Και περιβόλι δεν θωρώ / Καμιά το έχει στα βυζιά / Και βγάζει τέτοια μυρωδιά», όμως το τραγούδι το χορεύουμε σήμερα παραποιημένο, και συμπληρωμένο με διαφορετικούς στίχους. Aλλο τραγούδι, παραποιημένο είναι και εκείνο που τραγουδιέται και χορεύεται για τον Aρη Βελουχιώτη. Οι στίχοι είναι παλαιοί, του 1800, απλώς τους αλλάξανε και πρόσθεσαν το όνομα.
Ερχόμαστε τώρα στην σημερινή σύνδεση των δημοτικών ασμάτων με φουστανέλες και βράκες, υμνώντας στην ουσία μια περίοδο που τον Έλληνα τον είχαν φθάσει στην πλήρη εξαθλίωση. Από τον πνευματικό βιασμό, σε ρούχα χιλιομπαλωμένα και παπούτσια γουρνοτσάρουχα, δηλαδή από δέρμα γουρουνιού ραμμένο με το χέρι.
Μερικοί που είχαν χρήματα την περίοδο εκείνη για να αγοράσουν ύφασμα, φκιάνανε φουστανέλες, για να ξεχωρίζουν. Έχουμε λόγο να τιμούμε την φουστανέλα μόνον την ημέρα της 25ης Μαρτίου, που έχουμε την εθνική μας γιορτή, αποκλειστικά για να τιμήσουμε τους ήρωες του 1821, καθώς πολλοί από αυτούς φορούσαν φουστανέλα. Δεν έχουμε όμως κανένα λόγο να τιμούμε τη φουστανέλα ως εθνικό ένδυμα, και ούτε να την συνδέουμε με τα δημοτικά μας άσματα. Η παράδοση των Ελλήνων δεν ξεκινάει από το 1800, η παράδοσή μας έχει ρίζες αρχαιότατες, που μάλιστα αφορούν όλον τον πλανήτη.
Βλέπουμε σήμερα χορευτικά συγκροτήματα Σκοπιανών με φουστανέλα, καθώς βεβαίως και Αλβανών με φουστανέλα. Ε, όχι και Ελλήνων με φουστανέλα ! Εδώ δεν είναι Βαλκάνια, εδώ είναι Ελλάδα.
Γυναίκες και άνδρες εξαθλιωμένοι, μέσα στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, με δανεικά, ίσως εορταστικά ρούχα (όπως ο παππούς μου, που παντρεύτηκε με δανεικό μάλλινο σακάκι), παρουσιάζονται σήμερα απ' τα χορευτικά συγκροτήματα λες και ο πολιτισμός της Ελλάδας ήταν την εποχή του 1700-1800, εκείνη όπως παρουσιάζεται σήμερα, με αυτές τις ενδυμασίες και την τωρινή περηφάνια. Καιρός είναι πια οι χοροδιδάσκαλοι να βάλουν τις φουστανέλες και τις γυναικείες φορεσιές στα ντουλάπια και να μη συνδέουν τα τραγούδια μας μ' αυτές τις φορεσιές.
Ο χορός είναι έκσταση και ελευθερία. Ούτε καν με βήματα δεν πρέπει να διδάσκεται. Ας ψάξουν τα αγάλματα και τα αγγεία για να φτιάξουν την καινούργια χορευτική φορεσιά της Ελληνίδας γυναίκας. Όσο για τον άνδρα, του αρκεί ένα άσπρο πουκάμισο, μια ζώνη και ένα χορευτικό παντελόνι. Την ίδια άποψη που έχω για τη φουστανέλα, έχω και για τις νησιώτικες βρακοστολές, όπως και για την ενδυμασία των τσολιάδων που φυλάνε το μνημείο του «Αγνώστου Στρατιώτη» στην Αθήνα. Περί ενδυμάτων (στολών) χορευτικών συγκροτημάτων, δημοσίευσα κείμενο στο περιοδικό «Δαυλός» και στον τοπικό τύπο, πριν 17 περίπου χρόνια. Οι Έλληνες, ούτε στις Θερμοπύλες, ούτε στον Μαραθώνα ούτε στην Σαλαμίνα ντύνονταν έτσι.
Πρέπει επιτέλους κάποτε να αποκτήσουμε πραγματική Ελληνική συνείδηση, με βήματα σταθερά. Τελειώνοντας, θα ήθελα να κάνω μια αναφορά στον Γερμανό ποιητή Χέλντερλιν που έγραψε στα τέλη του 18ου αιώνα το συγκλονιστικό «Τυχεροί όσοι δεν σε κατάλαβαν ποτέ, γιατί αυτοί που σε κατάλαβαν, είναι υποχρεωμένοι να μοιραστούν μαζί σου, το μεγαλείο σου και την απελπισία σου».
Εύχομαι να χαρείτε τη βραδιά και τα δημοτικά άσματά μου, ψάχνοντας πιο βαθιά την πραγματική παράδοσή μας. Ευχαριστώ που με ακούσατε.
Θανάσης Δωδωναίος Δαρδούμπας