Βλάσης Γ. Ρασσιάς

Κάποια στιγμή ύψωσε το κεφάλι του και είδε
του Θεούς που περιδιαβαίναν τον αέρα
που κάθονταν κάτω από τα αιωνόβια δένδρα
που στέκονταν δίπλα στις κρήνες τις δροσερές.

Κάποια στιγμή βίωσε το κατ'εξοχήν ευκταίο
κι ένιωσε μακάριος, ιερός και μόνος
και πλήρης και απέραντος και ολόλαμπρος
και ποτέ δεν είπε λέξη για όλα τούτα
στους στερημένους ομοίους του που έκρωζαν
κυλιόντουσαν στις λάσπες και σκέπτονταν χρήματα.
Εκείνος πόνεσε απλώς για λογαριασμό τους.

Πόνεσε τόσο πολύ που δεν ξαναπόνεσε πλέον
μήτε την απαίσια στιγμή που σαν τον Ζαγρέα
τα όντα της λάσπης τον κατεσπάραξαν
τον έκοψαν κομμάτια, τον αφάνισαν
επειδή πριν από λίγο είχε πάρει την απόφαση
να τους χαρίσει τελικά επιτέλους με λέξεις
εκείνο που κάποτε του χάρισαν οι Αθάνατοι Θεοί.